- προαναιρώ
- -έω, Α1. αφαιρώ κάτι εκ τών προτέρων, αφανίζω από πριν2. φονεύω προηγουμένως («προαναιρεῑν ἀδελφὸν φαρμάκοις», Ιώσ.)3. αναιρώ, ανασκευάζω εκ τών προτέρων4. μέσ. προαναιροῡμαι, -έομαισυλλαμβάνω κάτι πρώτος5. παθ. εκλέγομαι προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀναιρῶ «αφανίζω, φονεύω, ανασκευάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.